- οκτυλικός
- -ή, -όφρ. «οκτυλική αλκοόλη»(χημ) συνοπτική ονομασία άκυκλων οργανικών ενώσεων κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών, ισομερών μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λέξη < αγγλ. octyl (alcohol) < octane (< λατ. octo) + κατάλ. -yl].
Dictionary of Greek. 2013.